νεολώφητος

νεολώφητος
νεολώφητος
having just left off
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεολώφητος — νεολώφητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα σταμάτησε να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λώφητος (< λωφώ «σταματώ»), πρβλ. α λώφητος] …   Dictionary of Greek

  • νεολώφητοι — νεολώφητος having just left off masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”